- σχοίνος
- σχοίνος, ο και σκοίνο, τοτο βούρλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σχοῖνος — rush fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοῖνος — rush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek
Σχοίνω — Σχοῖνος rush fem nom/voc/acc dual Σχοῖνος rush fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοῖνοι — Σχοῖνος rush fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοῖνοι — σχοῖνος rush masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοῖνον — Σχοῖνος rush fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοῖνον — σχοῖνος rush masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοίνοιο — Σχοῖνος rush fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σχοίνοις — Σχοῖνος rush fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)